- ὑπόπροσθεν
- ὑπόπροσθεν, Adv.A just before,
οἱ ὑ. χρόνοι Hp.Epid.3.2
, cf. Theol.Ar.13,16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἱ ὑ. χρόνοι Hp.Epid.3.2
, cf. Theol.Ar.13,16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπόπροσθεν — just before indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπροσθεν — Α επίρρ. λίγο πιο πριν, λίγο πιο μπροστά («οἱ ὑπόπροσθεν χρόνοι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρόσθεν «μπροστά, προηγουμένως»] … Dictionary of Greek